- νεόκοσμος
- νεό-κοσμος, die neue Welt, oder neu geschmückt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεόκοσμος — νεόκοσμος, ον (Α) αυτός που στολίστηκε πρόσφατα, νεοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κόσμος «στολισμός» (πρβλ. πολύ κοσμος)] … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδης, Νεόκοσμος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1967).Στρατιωτικός, συγγραφέας και πολιτικός. Υπηρέτησε στο στράτευμα από το 1897, όταν πήρε μέρος ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο της ίδιας χρονιάς, έως το 1926, οπότε αποστρατεύτηκε με βαθμό υποστράτηγου. Πήρε… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek